Η ατοπική δερματίτις είναι μία κνησμώδης δερματοπάθεια με κληρονομούμενη προδιάθεση στο 70% των περιπτώσεων. Εκδηλώνεται στην παιδική και βρεφική ηλικία, όμως υποχωρεί στο 80% των περιπτώσεων με την ενηλικίωση. Η νόσος παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις με τάση ύφεσης τους θερινούς μήνες λόγω της επίδρασης του ήλιου. Συνδυάζεται πολλές φορές με άλλες ατοπικές εκδηλώσεις όπως αλλεργική ρινίτιδα, άσθμα, αλλεργική επιπεφυκίτιδα και δυσανεξία σε ορισμένες τροφές.
Η αιτιολογία της νόσου είναι ανοσολογικής αρχής. Αναγνωρίζονται από τον οργανισμό ως αλλεργιογόνες, ουσίες που είναι κοινές στο περιβάλλον και πυροδοτούν την παραγωγή φλεγμονωδών μορίων, υπεύθυνων για την εκδήλωση της νόσου.
Η κλινική εικόνα ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία, με κύριο χαρακτηριστικό τον κνησμό και το ξηρό δέρμα. Στη βρεφική εντοπίζεται ως έκζεμα στις παρειές, όπου στις ήπιες περιπτώσεις εμφανίζεται ερυθρότητα, ξηρότητα και απολέπιση. Στις πιο έντονης βαρύτητας μορφές μπορεί να σχηματιστούν φυσαλίδες και εφελκίδες (κρούστες) και να προσβληθεί όλο το πρόσωπο εκτός από τις παραρρίνιες πτυχές και γύρω από το στόμα.
Στην παιδική ηλικία η εντόπιση είναι στις καμπτικές επιφάνειες των άκρων (εσωτερικό αγκώνα και πίσω από τα γόνατα), τον τράχηλο, τους καρπούς, τα βλέφαρα. Το δέρμα εμφανίζεται ξηρό, ευερέθιστο, ενώ δημιουργείται πάχυνση, απολέπιση και μελάχρωση λόγω έντονου και σε ορισμένες περιπτώσεις βασανιστικού κνησμού. Στους ενήλικες, στις λίγες περιπτώσεις που η νόσος επιμένει εντοπίζεται στις ίδιες με τα παιδιά θέσεις ενώ συχνά συνοδεύεται από δερματίτιδα χεριών, ποδιών, περιπρωκτικής χώρας.
Τα άτομα με ατοπική δερματίτιδα πάσχουν πιο συχνά από τροφικές αλλεργίες, κνίδωση, είναι πιο ευαίσθητα σε λοιμώξεις από σταφυλόκοκκο και ιούς ενώ θετικά μπορεί να είναι τα RAST test για ακάρεα, οικιακή σκόνη, γύρη, τρίχωμα κατοικίδιων και μούχλα.
Από τα εργαστηριακά ευρήματα συνήθως είναι αυξημένη η ανοσοσφαιρίνη Ε (Ig Ε) αλλά η κλινική εικόνα μπορεί να είναι από πολύ ήπια έως πολύ βαριά.
Η αποφυγή εκλυτικών παραγόντων όπως είναι η σκόνη, το τρίχωμα ζώων, οι τροφές που προκαλούν δυσανεξία, τα αντισηπτικά και σαπούνια που προκαλούν ξηρότητα και τα μάλλινα ρούχα που δρουν ερεθιστικά, αποτελούν μέτρα θεραπείας που πρέπει να ακολουθούνται. Ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας επίσης είναι η χρήση μαλακτικών, ενυδατικών παραγόντων και ελαίων μπάνιου που προστατεύουν το δέρμα από την ξηρότητα και προσφέρουν ανακούφιση από τον κνησμό. Η μαλακτική φροντίδα είναι μεγάλης σημασίας καθώς διατηρεί ακέραιο το φραγμό του δέρματος έναντι σε μικρόβια, τα οποία μπορεί να πυροδοτήσουν μία έξαρση της νόσου. Βέβαια σε περίπτωση επιμόλυνσης του δέρματος καλό είναι να περιορίζεται η χρήση τους.
Στην οξεία φάση αντιισταμινικά και αντιβιοτικά από του στόματος βοηθούν πολύ, ενώ σε ήπιες μορφές συνιστώνται τοπικά κορτικοειδή και αντιβιοτικές αλοιφές. Τα αντιισταμινικά μειώνοντας τον κνησμό, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να κοιμούνται καλά τα παιδιά χωρίς να ξύνονται και να είναι λιγότερο εκνευρισμένα, ταλαιπωρημένα και ευερέθιστα. Τα στεροειδή (κορτιζονούχα) σκευάσματα καλό είναι να χρησιμοποιούνται μία φορά την ημέρα και μόνο στην οξεία φάση (που μπορεί ωστόσο να διαρκέσει λίγες μέρες έως εβδομάδες). Μετά την οξεία φάση ενδείκνυται η χρήση αλοιφών ανοσοτροποποιητικών (τακρόλιμους και πιμεκρόλιμους) σε παιδιά μεγαλύτερα από 2 ετών. Αυτά δεν είναι κορτιζονούχα σκευάσματα αλλά μπορεί τις πρώτες εφαρμογές να ακολουθεί αίσθημα καύσους. Τονίζεται και πάλι ότι η καθημερινή μαλακτική φροντίδα του δέρματος μειώνει τις εξάρσεις και είναι η βάση της φροντίδας στην ατοπική δερματίτιδα.
Σε επίμονες μορφές κυρίως στους ενήλικες έχει θεραπευτικά χρησιμοποιηθεί η φωτοχημειοθεραπεία (PUVA), και πιο σπάνια η συστηματική θεραπεία με κυκλοσπορίνη ή ιντερφερόνη.
Συμπερασματικά, η ατοπική δερματίτιδα είναι μία νόσος, η θεραπεία της οποίας απαιτεί υπομονή και πειθαρχία στη ρουτίνα φροντίδας του δέρματος και βέβαια προϋποθέτει τη στενή συνεργασία του γονιού με το δερματολόγο.
Γράφει η Βασιλική Μουσάτου
Δερματολόγος, Ευρωκλινική Παίδων
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου